χειροπρακτική

χειροπρακτική
η, Ν
θεραπευτική μέθοδος που συνίσταται σε χειρισμούς, όπως είναι λ.χ. οι μαλάξεις και τα έμμεσα ή άμεσα ελαφρά πλήγματα, για την αντιμετώπιση τοπικών, κυρίως, παθήσεων τής σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chiropractic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • νοημοσύνη — η 1. (λογ. φιλοσ.) η ικανότητα τών έλλογων όντων να νοούν, να σκέπτονται, να αντιλαμβάνονται, πνευματική ικανότητα, ευφυΐα 2. (ψυχολ.) αφηρημένη διανοητική ικανότητα αντίληψης, μάθησης και προσαρμογής, η οποία όμως διαφέρει από τις αντιδράσεις… …   Dictionary of Greek

  • χειροθεραπεία — η, Ν η χειροπρακτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + θεραπεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χειροπραξία — η, Ν η χειροπρακτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. εχθρο πραξία] …   Dictionary of Greek

  • ιατρική, εναλλακτική — Με τον όρο αυτό αναφέρονται διάφορες μέθοδοι πρόληψης και αντιμετώπισης ασθενειών που δεν εντάσσονται στη σύγχρονη συμβατική ιατρική του δυτικού κόσμου, γιατί θεωρούνται επιστημονικά αναπόδεικτες. Άλλοι όροι που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”